- παρέκαμπτε
- παρά-κάμπτωkam̃p-asimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καμψιδίαυλος — καμψιδίαυλος, ον (Α) αυτός που έτρεχε στο αγώνισμα τού διαύλου (δρόμου), που παρέκαμπτε τη νύσσα, τον καμπτήρα, και έτρεχε στην απέναντι διαδρομή τού σταδίου, η οποία οδηγούσε στην αφετηρία 2. μτφ. το χέρι που κτυπά γρήγορα προς τα πάνω και προς… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek